Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2014

Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β' ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (1018 Μ.Χ.) (αφού έφτασε στην Αθήνα και απέδωσε ευχαριστήρια για τη νίκη στη Θεοτόκο και κόσμησε το ναό με λαμπρά και πολυτελή αφιερώματα, επέστρεψε πίσω στην Κωνσταντινούπολη)





Η ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ:


Ο ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ Β' ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (1018 Μ.Χ.)


Ένας αυτοκράτορας στην Αθήνα



Το έτος 1018, ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Βασίλειος Β' επισκέφθηκε την Αθήνα. Όμως ο Βασίλειος δεν ήταν ένας συνηθισμένος αυτοκράτορας και το 1018 δεν ήταν ένα οποιοδήποτε έτος για την αυτοκρατορία. Η εκκλησία της Θεοτόκου στην Αθήνα επρόκειτο ν’ αναγνωριστεί απ’ τον πλέον ισχυρό και νικηφόρο ηγεμόνα του χριστιανικού κόσμου.



Ο Βασίλειος γεννήθηκε στην αυτοκρατορική πορφύρα το 958, κατά τη βασιλεία του παππού του Κωνσταντίνου Ζ' του Πορφυρογέννητου (ϊ 959). 



Δύο χρόνια αργότερα, το έτος 960, στέφθηκε συναυτοκράτορας απ’ τον πατέρα του Ρωμανό Β (959-963), πενήντα οκτώ δηλαδή χρόνια πριν απ’ την επίσκεψή του στην Αθήνα που θα μας απασχολήσει εδώ. Το δικαίωμά του στο θρόνο αγνοήθηκε, χωρίς όμως ποτέ ν’ αμφισβητηθεί απ’ τους δύο σφετεριστές αυτοκράτορες που κυβέρνησαν επί δεκατρία χρόνια, τον Νικηφόρο Β' Φωκά (963-969) και τον ανιψιό και δολοφόνο του τελευταίου Ιωάννη Α' Τζιμισκή (969-976). Κατά την περίοδο αυτή, βυζαντινοί στρατοί κατατρόπωσαν τους εχθρούς της αυτοκρατορίας στη Μεσοποταμία και στις περιοχές του Δούναβη. Όταν όμως ο Βασίλειος ανήλθε στο θρόνο σε ηλικία δεκαοκτώ ετών -μαζί με τον αδελφό του Κωνσταντίνο Η', που παρέμεινε πάντα στη σκιά του-, η βασιλική εξουσία του υπήρξε περισσότερο συμβολική παρά ουσιαστική, καθώς μετατράπηκε σε υποχείριο αυλικών αξιωματούχων. Επιπροσθέτως, βρέθηκε να απειλείται από οικογένειες στρατιωτικών, οι οποίοι είχαν αρχίσει να ορέγονται τον αυτοκρατορικό θρόνο, θεωρώντας τον έπαθλο για τα πολεμικά τους ανδραγαθήματα. Μόλις το έτος 985 κατόρθωσε ο Βασίλειος να ξεφορτωθεί τους ευνούχους που τον κρατούσαν υπό τον έλεγχό τους με τη βοήθεια του κουνιάδου του Βλαδίμηρου του Κίεβου, ο οποίος ασπάστηκε το χριστιανισμό για να παντρευτεί την αδελφή του Βασιλείου Άννα.


 Οι στρατιώτες του Βλαδίμηρου συγκρότησαν το αυτοκρατορικό τάγμα των Βαράγγων, που απαρτιζόταν από μισθοφόρους Σκανδιναβούς και Ρως. Απ’ το σημείο αυτό κι έπειτα ο Βασίλειος κυβερνούσε πλέον όπως ο ίδιος έκρινε σκόπιμο, χωρίς να επιτρέψει σε κανέναν ν’ αποκτήσει υπερβολική δύναμη• προβιβάζοντας ανθρώπους με κριτήριο την αξία και όχι την καταγωγή τους• εκστρατεύοντας για χρόνια με τα στρατεύματα του• συσσωρεύοντας τεράστιες ποσό-τητες χρυσού στα θησαυροφυλάκιά του και παραμένοντας ανύπαντρος. Αυτός ο πιο ισχυρός μονάρχης του χριστιανικού κόσμου και της Μέσης Ανατολής κυβέρνησε με τον ίδιο τρόπο για τριάντα πέντε επιπλέον χρόνια, μέχρι το θάνατό του το 1025. Η βασιλεία του υπήρξε η μακροβιότερη όλων των Ρωμαίων αυτοκρατόρων.


Ο Βασίλειος τέθηκε επικεφαλής σε πολλές εκστρατείες εναντίον των γειτόνων της αυτοκρατορίας στην Ανατολή, αλλά οι αντίπαλοι που τον κράτησαν απασχολημένο περισσότερο από οποιουσδήποτε άλλους ήταν οι προαιώνιοι εχθροί του Βυζαντίου στο Βορρά: οι Βούλγαροι. Υπό τον τσάρο Σαμουήλ, το βουλγαρικό κράτος κατάφερε ν’ ανακάμψει ύστερα απ’ τις ήττες που υπέστη τη δεκαετία του 960 και του 970 και άρχισε να εξαπολύει βίαιες επιδρομές στη βυζαντινή επικράτεια στη Μακεδονία και στην Ελλάδα, φτάνοντας νότια μέχρι και τον Κορινθιακό Κόλπο. Ο Βασίλειος και οι στρατηγοί του αγωνίστηκαν εναντίον του Σαμουήλ και των Βογιάρων του για τριάντα περίπου χρόνια.

 Το δραματικό τέλος αυτής της σύγκρουσης οδήγησε πολλούς ιστορικούς να πιστέψουν ότι πρόθεση του αυτοκράτορα υπήρξε εξαρχής η οριστική καθυπόταξη της Βουλγαρίας και ότι οι ετήσιες μάχες και αψιμαχίες αποτελούσαν μέρος μιας γενικότερης στρατηγικής, που αποσκοπούσε στην ολοκληρωτική νίκη. Η υπόθεση όμως αυτή έχει τεθεί υπό αμφισβήτηση. Προτάθηκε μάλιστα η άποψη ότι μοναδική πρόθεση του Βασιλείου ήταν να συγκροτήσει τους Βούλγαρους - άλλωστε, όσο διαρκούσε αυτός ο επονομαζόμενος ολοκληρωτικός πόλεμος, μεσολαβούσαν σχετικά μεγάλες περίοδοι ανακωχών, κατά τις οποίες ο αυτοκράτορας δεν επεδείκνυε καμία διάθεση ν’ αμφισβητήσει τη νομιμότητα ύπαρξης του αντίπαλου κράτους. Μόνο ύστερα απ’ τη μάχη στο Κλειδίον το 1014, κατά την οποία οι Βούλγαροι υπέστησαν συντριπτική ήττα, άλλαξαν οι όροι της σύγκρουσης. Έχει ειπωθεί ότι η ήττα προκάλεσε το θάνατο του τσάρου Σαμουήλ, που δεν άντεξε την οδύνη που του προκάλεσε η συμφορά.

 Η μεταγενέστερη βυζαντινή παράδοση υποστήριζε ότι ο Βασίλειος αιχμαλώτισε 15.000 Βούλγαρους στρατιώτες, τους τύφλωσε και τους έστειλε στον αρχηγό τους, αφήνοντας έναν στους εκατό μονόφθαλμο προκειμένου να τους οδηγήσει πίσω. Η αγριότητα αυτή, υπερβολική και πιθανότατα επινοημένη, έδωσε αργότερα την αφορμή για τη δημιουργία  του παρωνύμιού Βουλγαροκτόνος που αποδόθηκε στον αυτοκράτορα.  Ύστερα απ’ το θάνατο του Σαμουήλ, η βουλγαρική ηγεσία κατέρρευσε, μέχρι που όλοι οι επίδοξοι κληρονόμοι και διάδοχοί του πέθαναν ή παραδόθηκαν. Το 1018, ο Βασίλειος είχε πλέον υπό την κατοχή του ολόκληρη την περιοχή των Βαλκανίων -μέχρι τον Δούναβη στα βόρεια και μέχρι τη Σερβία στα δυτικά- και το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να πάει στην Αθήνα.



Ο ιστορικός Ιωάννης Σκυλίτζης, γράφοντας προς τα τέλη του 11ου αιώνα, αναφέρει ότι τελικός προορισμός της περιήγησης του Βασιλείου στην Ελλάδα ήταν η Αθήνα. Ο αυτοκράτορας προέλασε νότια περνώντας απ’ τη Θεσσαλία και το Ζητούνιον (τη σημερινή Λαμία), όπου αντίκρισε τα οστά των Βουλγάρων που είχαν σκοτωθεί όταν ο στρατηγός του Νικηφόρος Ουρανός κατατρόπωσε τον Σαμουήλ το έτος 997. Κατόπιν, ο Βασίλειος συνέχισε για τις Θερμοπύλες, όπου είδε το τείχος που είχε ονομαστεί Σκέλος και είχε οικοδομηθεί από κάποιον Ρουπένιο για να συγκροτήσει τις βουλγαρικές επιδρομές.  Ο ρυθμός αυτής της πορείας φαίνεται πως ήταν βραδύς, αφήνοντάς χρόνο στον αυτοκράτορα να θαυμάσει τις θέσεις που σχετίζονταν με τις πολεμικές επιχειρήσεις της προηγούμενης γενιάς. 



Ο Βασίλειος πρέπει να προχώρησε εν συνεχεία μέσω της Βοιωτίας, της οποίας πρωτεύουσα ήταν η Θήβα, και από κει προς την Αττική, εισερχόμενος στην Αθήνα απ’ τα βόρεια, μεταξύ της Πάρνηθας και του Πεντελικού όρους. Ο σκοπός της επίσκεψής του, όπως μαρτυρούν οι πηγές, ήταν θρησκευτικός: (=αφού έφτασε στην Αθήνα και απέδωσε ευχαριστήρια για τη νίκη στη Θεοτόκο και κόσμησε το ναό με λαμπρά και πολυτελή αφιερώματα, επέστρεψε πίσω στην Κωνσταντινούπολη) ακολουθώντας πάλι χερσαία διαδρομή προς την πρωτεύουσα, όπου έφτασε το έτος 1019. Ο αυτοκράτορας εισήλθε στην πόλη απ’ τη Χρυσή Πύλη κι εκτέλεσε θρίαμβο που περιλάμβανε τις κόρες του Σαμουήλ και άλλα μέλη της βουλγαρικής βασιλικής οικογένειας. Η πομπή κατέληξε στη Μεγάλη Εκκλησία, δηλαδή την Αγία Σοφία, όπου ο ενενηντάχρονος αυτοκράτορας, στεφανωμένος με νίκες και δόξα, έψαλλε ύμνους στον Θεό προτού αποσυρθεί στο ανάκτορό του.



Από ένα σχόλιο που πρόσθεσε ο Μιχαήλ, ο επίσκοπος Δεαβόλεως (νοτίως της Αχρίδας), στο κείμενο του Σκυλίτζη μαθαίνουμε για έναν ακόμα σταθμό της πορείας του αυτοκράτορα. Ο Μιχαήλ είχε στη διάθεση του ανεξάρτητες, λεπτομερείς και απ’ ότι φαίνεται αξιόπιστες μαρτυρίες για τα γεγονότα. 



Υποστήριξε ότι ο Βασίλειος σταμάτησε και στη Θεσσαλονίκη κατά το ταξίδι του γυρισμού απ’ την Αθήνα. Εκεί διεξήγαγε ανακρίσεις και κατέπνιξε μια συνωμοσία. Ο Μιχαήλ δεν αναφέρει τίποτα σχετικό για εορτασμούς παρόμοιους με αυτούς που έγιναν στην Αθήνα και στην πρωτεύουσα. Δεν πρέπει ασφαλούς να περιμένουμε απ’ τους συγγραφείς αυτούς να μας προσφέρουν μία πλήρη εξιστόρηση όλων όσων έπραξε ο αυτοκράτορας, όμως τα ευχαριστήρια, οι ύμνοι, τα δώρα και οι πομπές που έγιναν στην Αθήνα και στην Κωνσταντινούπολη υπήρξαν τόσο αξιοσημείωτα, ώστε παρέμειναν χαραγμένα στη μνήμη τους. Στη Θεσσαλονίκη δε φαίνεται να έγινε κάτι αντίστοιχο, αν και είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν αυτοκράτορα ο οποίος δε θα παρακολουθούσε τις λειτουργίες στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην πόλη.



Είναι κρίμα που δεν έχουμε περισσότερες πληροφορίες για την πα-ρουσία του Βασιλείου στην Αθήνα.  Δεν είναι πολύ πιθανό να είχε μεταφέρει μαζί του τα στρατεύματά του, αλλά είναι εξίσου αδύνατο να είχε ταξιδέψει χωρίς συνοδεία. Ο στρατός του παρέμεινε μάλλον σταθμευμένος στα βόρεια Βαλκάνια, όπου ήταν ευκολότερο να εξασφαλιστεί η επιμελητεία του, ενώ παράλληλα μπορούσε να επιτηρεί τις περιοχές που είχαν προσαρτηθεί πρόσφατα. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πρέπει να συνοδευόταν απ’ τους αξιωματικούς και την επίλεκτη φρουρά των Βαράγγων. Είναι πιθανό ένας απ’ τους Βαράγγους του Βασιλείου να χάραξε κατά την επίσκεψη στην Αθήνα το 1018 μια μακροσκελή και δυσανάγνωστη -εδώ και καιρό- επιγραφή στις δυο πλευρές ενός πελώριου αγάλματος λιονταριού (ύψους 3 μ. περίπου), που έστεκε κάποτε στην είσοδο του λιμανιού του Πειραιά (Εικ. 15). Το γλυπτό αυτό μεταφέρθηκε το 1688 απ’ τον Φραγκίσκο Μοροζίνη, τον Ενετό ναύαρχο και τυχοδιώκτη που βομβάρδισε και ανατίναξε τον Παρθενώνα κατά τη διάρκεια της πολιορκίας της Αθήνας. Το λιοντάρι του Πειραιά στέκει ακόμα φρουρός στο Νεώριο της Βενετίας. 


Θα ήταν άραγε δυνατόν να συνδεθεί η επιγραφή με την επίσκεψη του Βασιλείου; Οι Βάραγγοι ακολουθούσαν συνήθως τον αυτοκράτορα στα ταξίδια του και ο Βασίλειος ήταν ο μόνος που επισκέφθηκε την Αθήνα κατά την περίοδο ύπαρξης της φρουράς (988-1204). Οφείλουμε ωστόσο να ομολογήσουμε ότι ο συσχετισμός αυτός δεν είναι ισχυρός. Η επιγραφή θα μπορούσε να έχει χαραχθεί από οποιονδήποτε άλλον επισκέπτη του Βορρά που είχε τύχει να φτάσει στον Πειραιά, είτε επρόκειτο για προσκυνητή που κατευθυνόταν στην Ανατολή, είτε για αυτοκρατορικό φρουρό που βρισκόταν εκτός υπηρεσίας ή σε εντεταλμένη αποστολή.  Η επιγραφή δεν είναι πλέον δυνατόν ν’ αποκρυπτογραφηθεί, αν και «θα είχε ενδιαφέρον να μάθουμε τι ήθελε να εκμυστηρευθεί ένας Βίκινγκ απ’ τη Σουηδία πάνω σ’ ένα ελληνικό λιοντάρι».


Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν ταξίδευαν ποτέ χωρίς την ακολουθία τους, αλλά δεν είμαστε σε θέση να πούμε με βεβαιότητα ποιος άλλος συνόδευε τον Βασίλειο στην παρακαμπτήρια πορεία του μέσα απ’ τον ελλαδικό χώρο, τον οποίο οι Βυζαντινοί αποκαλούσαν τα κατωτικά. Κατά τα μέσα του 10ου αιώνα, ο λόγιος αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Ζ' συνέταξε μία πραγματεία που περιλάμβανε έναν κατάλογο πρωτοκόλλου για τις αυτοκρατορικές εκστρατείες.

 Είναι όμως μάλλον απίθανο ο Βασίλειος με τις ασκητικές του συνήθειες να έσερνε μαζί του μια τόσο μεγάλη κουστωδία ανθρώπων και αποσκευών, όπως αυτή που περιγράφεται εδώ: έναν οικονόμο (δομέστικος της υπουργίας), προσωπικό (οικιακός κελλάριος, ό επί της τραπέζης, πρωτοβεστιάριος, κοιτωνίται κ.λπ.), το σερβί-τσιο του παλατιού, ειδικά κρασιά και νοστιμιές, πτυσσόμενους πάγκους (σκαμνία συσταλτά ίνα καθέζονται εις εν έκαστον [...] άνδρες γ'), χοντρά κιλίμια για ανάπαυση (έπεύχια φουνδάτα εις τά χαμόκουμβα), με λίγα λόγια είκοσι σελίδες προμηθειών (βεστιάριο, βιβλία, φάρμακα κ.ά.), «ίνα  καθ’οίονδήποτε τρόπον μη λείψη τι εις την βασιλικήν υπουργίαν».  


Οι οδηγίες αυτές μοιάζουν να είχαν προβλεφθεί προκειμένου οι αυτοκράτορες να μη φύγουν ποτέ απ’ την πρωτεύουσα. Όμως ο Βασίλειος, όπως μας λέει ο ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός (που γεννήθηκε περί τα τέλη της βασιλείας του αυτοκράτορα), ήταν ένας ολιγαρκής ηγεμόνας που δεν ενέδιδε στις πολυτέλειες του παλατιού ακόμα κι όταν βρισκόταν στην πρωτεύουσα ούτε φρόντιζε να κάνει τις δυσκολίες μιας εκστρατείας λιγότερο επαχθείς για τον ίδιο.  Επομένως, το 1018 η Αθήνα μάλλον γλίτωσε απ’ την επίσκεψη ολόκληρου του προσωπικού της αυλής.
Μητροπολίτης της πόλης την εποχή της επίσκεψης του Βασιλείου ίσως ήταν κάποιος Μιχαήλ. Η ανακοίνωση του θανάτου του έχει χαραχθεί πάνω σ’ έναν απ’ τους κίονες του Παρθενώνα και χρονολογείται απ’ το έτος 1030

ΕΤΕΛΕΙΩΘ(η) ΜΙΧ(αηλ)  Ο ΑΓΙΟΤΑΤΟΣ ΗΜΩΝ ΜΗΤ(ρο)ΠΟ(λιτης) Μ(η)Ν(ι) ΑΥΓΟΥΣΤΩ ΙΓ ΙΝΔ(ικτ’ιωνος0 ΓΙ ΕΤΟΥΣ ΦΛΗ.



Έχουμε μάλιστα στη διάθεσή μας κι ένα μολυβδόβουλο του, που απεικονίζει τη Θεοτόκο στη μια του όψη και φέρει τ’ όνομα και το αξίωμά του στην άλλη. Η θητεία του μαρτυρείται μετά το 1027, επομένως είναι πιθανό εννιά χρόνια νωρίτερα, κατά την επίσκεψη του Βασιλείου, να κατείχε κάποιος άλλος την έδρα της μητρόπολης των Αθηνών.  Δυστυχώς δε γνωρίζουμε τίποτα για τους χιλιάδες που παρακολούθησαν τις τελετές στην Αθήνα και πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στον αυτοκράτορα και στην ουράνια προστάτιδά του.


 Κι ούτε είμαστε σε θέση να ξέρουμε ποια ακριβώς ήταν τα αφιερώματα του Βασιλείου στην εκκλησία της Θεοτόκου. Δεν πρέπει να σπεύσουμε να ταυτίσουμε τα δώρα του με τα λιγοστά αντικείμενα και το διάκοσμο που γνωρίζουμε ότι υπήρχαν στον Παρθένο)να (για τα οποία θα κάνουμε λόγο παρακάτω) από φιλολογικές και αρχαιολογικές πηγές. Είναι πιθανό αυτά που πρόσφερε να είχαν προέλθει απ’ τα λάφυρα του πρόσφατου πολέμου. Όπως και να ’χει, τα αφιερώματά του πρέπει να ήταν παρόμοια με όσα κατά παράδοση δίνονταν σε αντίστοιχες περιστάσεις. Στις αρχές του 9ου αιώνα, για παράδειγμα, ο χρονικογράφος Θεοφάνης επαίνεσε τον αυτοκράτορα Μιχαήλ Α' (811-813) γιατί πρόσφερε χρυσάφι ως χριστουγεννιάτικο δώρο στον πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, στον κλήρο και (= στο άγιο θυσιαστήριο πολυτελή διάκοσμο από χρυσά σκεύη στολισμένα με πολύτιμους λίθους και τέσσερα παραπετάσματα, παλιάς τέχνης, λαμπροκεντημένα με πορφύρα και χρυσό και διακοσμημένα με θαυμάσιες άγιες εικόνες).



Προτού επιχειρήσουμε να δώσουμε μια ερμηνεία για τους λόγους που ώθησαν τον αυτοκράτορα να πάει στην Αθήνα -μια απροσδόκητη επιλογή, μακριά από περιοχές στρατηγικής σημασίας-, είναι καλό να εξετάσουμε μια ακόμα πιθανή ένδειξη που σχετίζεται με την επίσκεψή του στην πόλη. Έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ο επονομαζόμενος «Πέπλος της Βαμβέργης» απεικονίζει τη θριαμβική είσοδο του Βασιλείου στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη κατά τα έτη 1018-1019. Το ύφασμα είναι φτιαγμένο από μετάξι και στις μέρες μας βρίσκεται στην ομώνυμη γερμανική πόλη της Βαυαρίας. Στον κάμπο του απεικονίζεται ένας αυτοκράτορας που ιππεύει λευκό άλογο ενώ δύο γυναικείες μορφές του προσφέρουν από ένα στέμμα. Σύμφωνα με τις ρωμαϊκές εικονογραφικές συμβάσεις, οι γυναίκες απεικονίζουν τις (προσωποποιημένες) τύχες δύο πόλεων.  Η επικρατούσα άποψη για την ιστορία του υφάσματος είναι ότι είχε προσφερθεί ως δώρο απ’ τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ' τον Μονομάχο στον δυτικό αυτοκράτορα Ερρίκο Δ', αλλά κατέληξε να χρησιμοποιηθεί ως σάβανο του απεσταλμένου του τελευταίου, του αρχιεπισκόπου Γκίνταρ , που πέθανε στο ταξίδι του γυρισμού.

 Ο Α. GRABAR είχε κάποτε προτείνει ότι ο πέπλος απεικόνιζε τον Βασίλειο στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη. Έκτοτε όμως έχουν διατυπωθεί εναλλακτικές θεωρίες και δεν είναι εύκολο ν’ αποφανθεί κάποιος ποια είναι η ορθότερη. Έτσι, για παράδειγμα, το ύφασμα ενδέχεται ν’ απεικονίζει το θρίαμβο του Ιωάννη Τσιμισκή κατά το έτος 971 -ύστερα απ’ τη νίκη του επί των Ρως και των Βουλγάρων- και τις δύο πόλεις που καταλήφθηκαν και μετονομάστηκαν απ’ τον αυτοκράτορα (το Πρέσλαβ που πήρε την ονομασία Ιωαννούπολη και το Δορόστολον που ονομάστηκε Θεοδωρούπολη) ή ακόμα τις πόλεις που κυρίευσε ο Νικηφόρος Β' Φωκάς το 965 (την Ταρσό και τη Μοψουεστία). Έχει υποστηριχθεί ακόμα ότι και οι δύο γυναικείες μορφές προσωποποιούν την Κωνσταντινούπολη που τιμά τον Τζιμισκή. 

Η ταύτισή τους με την Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη αντίστοιχα αποτελούν πλέον μόνο μία εκδοχή ανάμεσα σε άλλες, αν και φαίνεται απίθανο να παριστάνεται η πρωτεύουσα με τρόπο που θα την εξίσωνε με την Αθήνα. Η σύνδεση ανάμεσα στον Πέπλο της Βαμβέργης και στην Αθήνα φαίνεται τελικά να μην ισχύει.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ  ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΛΔΕΛΗΣ  Ο ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΡΘΕΝΩΝΑΣ

Δεν υπάρχουν σχόλια: