Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Σάββατο 23 Απριλίου 2016

Ο ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΚΟΡΝΗΛΙΟΣ ΜΑΡΜΑΡΙΝΟΣ (1975). ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΑΣ ΣΚΕΠΗΣ ΧΑΛΚΕΙΟΥΣ ΧΙΟΥ. "Ζήτησε από τον Χριστό να συμπάσχει μαζί Του και έτσι κάθε Μεγάλη Παρασκευή είχε υψηλό πυρετό και ύπεφερε πολύ, ενώ το βράδυ της Αναστάσεως ήταν εντελώς κοίλα και χαρούμενος..." ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ.










Ή πατρική του καρδιά ήταν μεγάλη και ευρύχωρη, χωρούσε τούς πάντας. Τούς δεχόταν όλος με καλοσύνη. Ήταν
καταδ
εκτικός, προσηνής, γλυκομίλητος και ευγενής.  Πάντοτε ενεργοποιούσε την αρετή της αγάπης  άμεσα. Κάποτε  έδωσε λίγες
χρυσές
λίρες από την εικόνα της Άγιας Σκέπης σε ένα φτωχό πατέρα. για να βοηθήσει το βαριά άρρωστο παιδί του. Κλαίγοντας ό φτωχός πήγε στο σπίτι του. όπου βρήκε το παιδί του ζωηρό και υγιές γεγονός πού διαπίστωσε και ό γιατρός. 





Με ευγνωμοσύνη ό πατέρας τού παιδιού βιάστηκε να επιστρέψει στο Γέροντα τις λίρες. Αυτός όμως δεν τις δέχτηκε πίσω. Κάποτε στην πανήγυρη της Αγίας Σκέπης έβαλε στο παγκάρι τού μοναστηριού υπεύθυνο κάποιον φτωχό χωρικό. Μετά από λίγη ώρα ή μοναχή Ευαγγελίστρια είπε αναστατωμένη στον Γέροντα ότι είδε τον χωρικό να βάζει κρυφά χρήματα στην τσέπη του. Της απάντησε τότε Γέροντας: «Για αυτό τον έβαλα! ’Έχει δέκα παιδιά να θρέψε: κα ντρεπόταν να πει στο χωριό ότι τα παιδιά του πεινάνε! 'Άλλοτε πέρασε με τα άγια πάνω από ένα ξαπλωμένο άρρωστο παιδάκι και εκείνο θεραπεύθηκε την ίδια στιγμή. Κάποια φορά έπιασε στον Δαφνώνα φωτιά και εξαπλώθηκε τόσο, ώστε κινδύνευσε να καεί το Μοναστήρι του. Προσευχήθηκε ένθερμα και φώναξε στο φοβισμένο πλήθος: «Ή Αγία Σκέπη θα μάς προστατέψει. Το Μοναστήρι δεν θα καεί». ’Έτσι και έγινε! Άλλη φορά ή Παναγία τον ειδοποίησε να φύγει από το κελί του. ’Έφυγε προς την Νέα Μονή, όταν ξέσπασε θεομηνία με πολλά αστροπελέκια και ισχυρή νεροποντή. 'Ένας κεραυνός χτύπησε το κελί του και έπεσε στο κρεβάτι του ή Παναγία τον είχε σώσει από βέβαιο θάνατο. Τον Ιούλιο τού 1974 μια μεγάλη πυρκαγιά προχωρούσε από το χωριό προς τα βουνά και οι καπνοί έζωσαν την Μονή. Οι αγροφύλακες διέταξαν την εκκένωση τού χώρου. Εκείνος ατάραχος προσευχόταν και παρότρυνε όλους στην προσευχή, ή οποία έφερε το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα...
 




Ήταν τύπος ασκητικός και ησυχαστικός αλλά και φιλάνθρωπος έναντι των αναγκών των συνανθρώπων του. Με ιδιαίτερη επιμέλεια διάβαζε τούς πάσχοντες από ακάθαρτα πνεύματα μέχρι να
θεραπεύουν. Σκέπασε κάποτε και επιδιόρθωσε το σπίτι μιας φτωχής γυναίκας ζητιανεύοντας ό ίδιος χρήματα και υλικά. Σε άλλη έδωσε το ύφασμα πού θα έραβε ράσο, παρόλο που το δικό του ήταν κουρελιασμένο. Όσοι ανηφόριζαν με προβλήματα σ
το Μοναστήρι, κατηφόριζαν παρηγορημένοι, εφοδιασμένοι με τα υλικά δώρα της άγάπης του και ψυχικά ξεκούραστοι. Στην Κατοχή έδωσε τα κουκιά που θα έτρωγαν οι μοναχές σε φτωχούς, αν και εκείνες διαμαρτύρονταν. Την άλλη μέρα πήρε διπλάσια ποσότητα κουκιών από κάποιον πλούσιο. Ανέλαβε να μεγαλώσει με τον κόπο του τα 4 παιδία μιας φτωχής χήρας που
έπρεπε να εργαστεί και τα φιλοξένησε στο Μοναστήρι. Το Ίδιο έκανε και  για το τετράχρονο ορφανό κοριτσάκι μιας άλλης φτωχής γυναίκας.
Αναφέρεται το έξης χαριτωμένο περιστατικό: Κάποτε ένας προσκυνητής.
 



Καθώς προσκυνούσε  την εικόνα της Αγίας Τριάδος. πρόσεξε ότι ήταν σαρακοφαγωμένη. θέλοντας να πειράξει τον Γέροντα τού επισήμανε το γεγονός λέγοντας ότι είναι αδύνατο να τον σώσει ό Χριστός, αφού δεν μπορεί να διορθώσει την εικόνα που την έφαγε το σαράκι. Όντως διαβολική σκέψη! Όμως ό σοφός Γέροντας του είπε ατάραχος: - Είναι αλήθεια, αλλά εγώ θα σου απαντήσω στην δική σου γλώσσα. Ο Χριστός αν ήθελε, σαν Παντοδύναμος πού είναι, θα μπορούσε να κάνει όλες τις εικόνες όχι μόνο να λάμπουν, αλλά και να μιλούν μέσα στην Εκκλησία. "Όμως αν γινόταν αυτό και πήγαιναν οι προσκυνητές στην Εκκλησία και άκουγαν τις εικόνες να μιλούν, ποιος ξέρει πόσες συγκοπές από φόβο θα είχαμε την ημέρα; Γι’ αυτό ό Θεός από φιλανθρωπία δεν θέλησε να αποκαλύψει στον αδύνατο άνθρωπο τούς θείους και υπερφυσικούς νόμους»...
Ένα βράδυ κάποιοι περαστικοί είδαν το κελί του Γέροντα να
καίγεται. Όμως δεν ήταν φωτιά ουράνιο καθώς τον είχε περιλούσει κατά την ώρα της προσευχής!...



Ή ζωή και ή δραστηριότητα του αντικατόπτριζε την θεια αγάπη
πού είχε κατασκηνώσει στ
ην καθαρή καρδία του. Ή αγάπη γι’ αυτόν ήταν το ουράνιο φάρμακο πού θεράπευε τη πάντα. Σχετικά έλεγε:


«Είναι απέραντη, είναι πέλαγος  η αγάπη του Πανάγαθου θεού που
μάς περιβάλλει. Μέσα μας ρέει το αίμα
του Χριστού και πως να μην έχουμε αγάπη αφού είμαστε αδέλφια  και κληρονόμοι της Βασιλείας του ; Η ένωση με τον θεό είναι το παν. Με τον χωρισμό  και την απομάκρυνση από εκείνον έρχονται τα  δεινά. Είναι  ασύλληπτη ή χαρά που μάς προσφέρει ό ουράνιος Πατέρας είναι αφάνταστη ή ευσπλαχνία Του πού μάς φέρνει την λύτρωση.


Ή αγάπη ή στοργή και ή φιλανθρωπία του ήταν παροιμιώδεις γι’ αυτό και αργότερα ό Μητροπολίτης Χίου Χρυσόστομος Γιαλουρης πού τον κήδευσε. έλεγε στον επικήδειο λόγο του:


«Είχε θέληση ισχυρή, σωστό ατσάλι μέσα σε μια κράση γερή. Πανέξυπνος δε και τετραπέρατος. Ή ρωμαλεότητας της ψυχής και ό δυναμισμός του δεν τον έκαναν σκληρό απέναντι στους άλλους και μάλιστα στους πονεμένους και τούς αμαρτωλούς. Συνέπασχε μαζί τους και μοιραζόταν τον πόνο των, τον ψυχικό και σωματικό, σκορπώντας ότι είχε στους φτωχούς και δυστυχισμένους, με ευαγγελική αγάπη και ευσπλαχνία.
Αυτός ό αυστηρός νηστευτής, πού έζησε και σε σπηλιά μέσα, με σκληρή άσκηση και με σίδερα, όπως διηγούνται, στο σώμα, κατά το Παύλειον: «ύποπιάζω μου το σώμα και δουλαγωγώ» , ήταν έν τούτοις μαλακός άπέναντι τών συνανθρώπων του και ποτέ δεν τούς «επέβαλε φορτία βαρέα και δυσβάστακτα».

Όπως είναι γνωστό για όλους τούς άγιους ανθρώπους, έτσι και ό Γέροντας μπήκε στο στόχαστρο τού διαβόλου. Τον φθόνησε ό πονηρός και χρησιμοποίησε ως όργανά του ακόμη και ρασοφόρους για να πληγώσει τον Γέροντα.

Τον συκοφάντησαν ότι είναι στην φυλακή για τις αμαρτίες πού έκανε ότι έκλεβε το ταμείο της Νέας Μονής ότι έκλεβε το ταμείο της Μονής της Ζωοδόχου Πηγής Κουρνά την οποία επέβλεπε ότι έκοβε παράνομα τα πεύκα της Νέας Μονής και τα πουλούσε.


Ό ίδιος βέβαια αντιπαρερχόταν τα π
άντα με σιωπή και προσευχή. Πονούσε, άλλα δεν εκφραζόταν. Προσευχόταν και ό Θεός φώτιζε τον Μητροπολίτη να βλέπει ότι όλα ήταν παγίδες του διαβόλου. Εξάλλου ό Γέροντας ήταν πάμπτωχος και εντελώς ακτήμονας τελείως αποκολλημένος από την όλη και τα αποκτήματα της...

Τα πάντα στην ζωή του ήταν ένα διαρκές θαύμα. Αναφέρεται ότι κάποιοι εργάτες διαμαρτύρονταν γιατί ό Γέροντας τούς είχε απλήρωτους. Αγανακτισμένοι τον διέκοψαν την ώρα πού λειτουργούσε. Εκείνος όμως προσευχόταν και συγκεντρωνόταν να τελειώσει την Λειτουργία. Όταν τελείωσε, παρουσιάστηκε ξαφνικά ένας κύριος πού είχε τάξει κάτι στην Μονή -χωρίς να το γνωρίζει κανείς— και έσπευσε να πληρώσει τα δέκα ημερομίσθια - χρωστούσε ό Γέροντας. Τότε οι εργάτες πήραν τα χρήματά τους και ντροπιασμένοι για την ολιγοπιστία τους ζήτησαν συγγνώμη από τον σεβάσμιο Γέροντα, ό όποιος καλοσυνάτος όπως πάντα τους ξαναπροσέφερε δουλειά...


Όπως προαναφέραμε ήταν φορέας της Χάριτος τού Θεού. Αναφέρεται ένα περιστατικό σχετικό με τον θάνατο μιας μοναχής. Μετά την ταφή της πήγαινε συνέχεια στον τάφο της και προσευχόταν για την σωτηρία της. Παρηγορήθηκε μόνο όταν είδε μια πύρινη φωτεινή στήλη να ξεκινάει από τον τάφο της και να φθάνει στον ουρανό. Ή αγωνία για την ψυχική κατάσταση της πνευματικής του θυγατέρας επιβραβεύτηκε με θεία αποκάλυψη...


Κάποτε από την μοναχή Ευαγγελίστρια Χούμη από τα Καρδάμυλα, πού έγινε αργότερα Ηγουμένη, ζήτησε ξύλα και καρφιά και κλείστηκε στο κελί του. Οι μοναχές τον έχασαν για αρκετές ώρες και όταν κοίταξαν από το παράθυρο του κελιού του τον είδαν κρεμασμένο σε ένα Σταυρό- είχαν πιστέψει ότι πέθανε, όταν τον άκουσαν να ψιθυρίζει: «Κύριε Ιησού Χριστέ. ελέησον με». Επιθυμούσε να συσταυρώνεται με τον Χριστό και περνούσε κάθε Μεγάλη Παρασκευή επάνω στον Σταυρό.

 Ζήτησε από τον Χριστό να συμπάσχει μαζί Του και έτσι κάθε Μεγάλη Παρασκευή είχε υψηλό πυρετό και ύπεφερε πολύ, ενώ το βράδυ της Αναστάσεως ήταν εντελώς κοίλα και χαρούμενος...
Ό Γέροντας έλεγε ότι το μεγα
λύτερο έργο του ήταν «να κερδίζει ψυχές στον Χριστό». Με την αγάπη, την προσευχή, το παράδειγμα και κυρίως με το μυστήριο της εξομολογήσεως οικοδομούσε τις ψυχές των ανθρώπων και τις οδηγούσε στην σωτηρία. Για την εξομολόγηση διέθετε αφειδώς τον χρόνο του- ήταν σιωπηλός, άκουγε προσεκτικά, συμβούλευε διακριτικά, έδειχνε κατανόηση και στοργή. Μετά τα λειτουργικά του καθήκοντα αφιερωνόταν στους ανθρώπους πού κουρασμένοι ψυχικά έπαιρναν το ανηφορική τού Μοναστηριού για να εξομολογηθούν. Αγκάλιαζε στοργικά τούς μετανοημένους αμαρτωλούς και μοιραζόταν μαζί τους τον σωματικό και ψυχικό πόνο. Προσπαθούσε να τούς ξεκουράσει από το βάρος της ενοχής πού ένιωθαν και να τους οδηγήσει στον Χριστό. Μονολότι ήταν αυστηρός στον εαυτό του, στους άλλους ήταν επιεικής και πολύ συγκαταβατικός. Ή χαρά του ήταν απερίγραπτη, όταν βοηθούσε τις ψυχές να γνωρίσουν τον Χριστό και να ορθοποδήσουν.


Στην ιερατική του διακονία είχε αμέριστη την συμπαράσταση τού ουράνιου κόσμου. Ή Παναγία και οι Άγιοι τού Θεού τον τόνωναν στο έργο του με θαυμαστές εμφανίσεις. Όπως είδαμε ή Θεομήτωρ  με τις εμφανίσεις Της τού υπέδειξε τού και πώς θα κτίσει την έπ’ ονόματι Της Μονή του. Ή ίδια επίσης τον καθοδηγούσε και τον στήριζε σε όλη την πορεία και έδινε με τα θαύματά της υπόσταση στην προσευχή του για να σώζονται οι άνθρωποι πού τον ακολουθούσαν. 
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΚΑΙ ΓΥΝΑΙΚΙΟΣ ΜΟΝΑΧΙΣΜΟΣ. ΙΕΡΟΜΟΝΑΧΟΥ ΚΑΒΒΑΔΙΑ. ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΟΥ 2015


Δεν υπάρχουν σχόλια: